πισσόστρωση

πισσόστρωση
η, Ν
1. επάλειψη ενός αντικειμένου με πίσσα
2. (οδοπ.) επικάλυψη τού οδοστρώματος με πίσσα για την εξομάλυνση τής επιφάνειάς του, την προστασία του από τη φθορά και την αποτροπή τής δημιουργίας σκόνης, αλλ. ασφαλτόστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + στρώση (πρβλ. οδό-στρωση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πισσόστρωση — η το στρώσιμο, η στρώση, η επάλειψη με πίσσα: Η πισσόστρωση ήταν ψιλή και χάλασε γρήγορα ο δρόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πισσοκονίαση — η, Ν (οδοπ.) πισσόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κονίαση] …   Dictionary of Greek

  • πισσόστρωμα — το, Ν η πισσόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + στρώμα (πρβλ. οδό στρωμα)] …   Dictionary of Greek

  • πισσόστρωμα — το, ατος βλ. πισσόστρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”