- πισσόστρωση
- η, Ν1. επάλειψη ενός αντικειμένου με πίσσα2. (οδοπ.) επικάλυψη τού οδοστρώματος με πίσσα για την εξομάλυνση τής επιφάνειάς του, την προστασία του από τη φθορά και την αποτροπή τής δημιουργίας σκόνης, αλλ. ασφαλτόστρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + στρώση (πρβλ. οδό-στρωση)].
Dictionary of Greek. 2013.